Η ανοικτή ή "κλασσική" χειρουργική είναι η πρώτη μορφή χειρουργικής. Οι περισσότερες χειρουργικές επεμβάσεις στην ιστορία της ανθρωπότητας έχουν πραγματοποιηθεί ανοικτά, καθώς οι άλλες μορφές χειρουργικής έχουν μόλις λίγες δεκαετίες ζωής.
Πως γίνεται
Περιλαμβάνει υποχρεωτικά την τομή του δέρματος και όλων των υπολοίπων ιστών, προκειμένου να προσεγγισθεί το όργανο-στόχος και γενικότερα το χειρουργικό πεδίο (η περιοχή του σώματος, όπου πραγματοποιείται η επέμβαση). Το μέγεθος της τομής καθορίζεται από το μέγεθος του οργάνου-στόχου και την προσπελασιμότητα της ανατομικής του θέσης στο ανθρώπινο σώμα. Ως προς το μέγεθος οι περιορισμοί είναι σαφείς. Όταν για παράδειγμα πρέπει να αφαιρεθεί στόμαχος, με ελάχιστη διάμετρο 10 εκατοστά, είναι σαφές πως το αναγκαίο μέγεθος της τομής θα είναι τουλάχιστον 10 εκατοστά. Η προσπελασιμότητα παίζει μεγάλο ρόλο από μόνη της, ανεξαρτήτως μεγέθους. Έτσι για την αφαίρεση ενός θυρεοειδούς αδένα με ελάχιστη διάμετρο 4 εκατοστά αρκεί μία τραχηλική τομή μήκους περίπου 4 εκατοστών, καθώς ο θυρεοειδής βρίσκεται σε βάθος μόλις 1 εκατοστού από την επιφάνεια του δέρματος. Αντίθετα για τη αφαίρεση ενός επινεφριδίου της ιδίας ελάχιστης διαμέτρου απαιτείται μία τομή μήκους 10 έως 20 εκατοστών, καθώς αυτό είναι ανατομικά δυσπρόσιτο και σε μεγάλη απόσταση από το δέρμα.
Πλεονεκτήματα
Βασικό πλεονέκτημα της ανοικτής χειρουργικής είναι η δυνατότητα χειρισμού των ιστών άμεσα, με τα δάκτυλα και τις παλάμες. Έτσι, ο χειρουργός πραγματοποιεί φυσικές κινήσεις, ενώ έχει συνεχώς την αίσθηση της αφής και της θερμοκρασίας, οι οποίες υποσυνείδητα βοηθούν στην ακρίβεια και στην αποτελεσματικότητα των χειρισμών του.
Μειονεκτήματα
Το μεγάλο μειονέκτημα της ανοικτής χειρουργικής είναι η έκταση της χειρουργικής τομής και η άνευ ουσίας καταστροφή των φυσιολογικών ιστών, στην πορεία από το δέρμα προς το χειρουργικό πεδίο. Αυτό για τον ασθενή μεταφράζεται σε έντονο μετεγχειρητικό πόνο, παροδική παράλυση της εντερικής λειτουργίας (φυσιολογικός μετεγχειρητικός ειλεός) που αποκαθίσταται 3 έως 4 ημέρες μετά την επέμβαση (προκειμένου για ενδοκοιλιακές επεμβάσεις) και φυσικά σε πτωχό αισθητικό αποτέλεσμα (μία μεγάλη μόνιμη ουλή κατά μήκος της χειρουργικής τομής). Εφόσον συμβεί μία τοπική επιπλοκή από την τομή (συλλογή αίματος, υγρού, ή πύου) η αποθεραπεία καθυστερεί και η πιθανότητα για τη δημιουργία μετεγχειρητικής κήλης στο μέλλον, αυξάνεται σημαντικά.
Σημαντικό επίσης μειονέκτημα της ανοικτής χειρουργικής είναι και η αυξημένη διεγχειρητική απώλεια αίματος, η οποία είναι εγγενής της τεχνικής και οδηγεί σε ιδιαίτερα αυξημένη πιθανότητα μεταγγίσεως αίματος ή παραγώγων του. Σε κάθε περίπτωση μετάγγιση γίνεται μόνο όταν αυτή θεωρείται απολύτως απαραίτητη (λόγω του κινδύνου αιματογενών λοιμώξεων όπως η ηπατίτιδα Β και ο ιός του AIDS, αλλά και λόγω υψηλού κόστους), υπάρχουν όμως ενίοτε και περιπτώσεις που, εκ πεποιθήσεως, ο ασθενής ή / και οι συγγενείς του δεν συγκατατίθενται καν στη μετάγγιση (π.χ. μάρτυρες του Ιεχωβά). Στις περιπτώσεις αυτές η ανοικτή χειρουργική μειονεκτεί σημαντικά έναντι των υπολοίπων ελάχιστα επεμβατικών τεχνικών.