Η ύπαρξη κήλης στο κοιλιακό τοίχωμα, είτε αυτή είναι εγγενής (ομφαλοκήλη, επιγαστρική), είτε αυτή είναι επίκτητη (μετεγχειρητική), αποτελεί μία σοβαρή χειρουργική πάθηση. Η βασική αρχή της αντιμετώπισης όλων αυτών των κηλών είναι η αποκατάσταση χωρίς τάση με τη χρήση πλέγματος.
Ο βαθμός δυσκολίας και η διάρκεια της επέμβασης είναι σε άμεση συνάρτηση με το μέγεθος της κήλης, το περιεχόμενό της και την ύπαρξη συμφύσεων στην κοιλιά. Έτσι μία μικρή κήλη, με ελάχιστο περιεχόμενο, σε κοιλιά χωρίς συμφύσεις αποκαθίσταται ευχερώς σε περίπου 30 λεπτά, ενώ η αποκατάσταση μίας μεγάλης κήλης, με περιεχόμενο έντερο, σε κοιλιά με πολλαπλές συμφύσεις, μπορεί να διαρκέσει 3-4 ώρες, καθώς έχει ιδιίατερα υψηλό βαθμό τεχνικής δυσκολίας. Δεδομένου ότι μία κήλη εφόσον εγκατασταθεί μόνο να μεγαλώσει μπορεί, εφόσον ο ασθενής μπορεί να χειρουργηθεί, δεν υπάρχει κανένας λόγος καθυστέρησης της χειρουργικής αποκατάστασης εφόσον τεθεί η διάγνωση. Η αναμονή μπορεί να οδηγήσει μόνο σε διόγκωση της κήλης, επιπλοκές και αύξηση του βαθμού δυσκολίας της χειρουργικής πράξης, όταν τελικώς ο ασθενής οδηγηθεί στο χειρουργείο, προγραμματισμένα ή, ακόμα χειρότερα, εσπευσμένα λόγω περιτονίτιδας ή ειλεού.
Οι μέθοδοι αποκατάστασης των εν λόγω κηλών χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) τις κλασσικές της ανοικτής χειρουργικής και β) τις ελάχιστα επεμβατικές τεχνικές (λαπαροσκοπική και ρομποτική). Η βασική διαφορά είναι πως στην πρώτη περίπτωση η αποκατάσταση γίνεται από έξω, δια μέσου μίας μεγάλης δερματικής τομής (μήκους τουλάχιστον ίσου με αυτό της κήλης), ενώ στη δεύτερη, ανεξαρτήτως μεγέθους της κήλης πραγματοποιούνται μόνον 3-4 μικρές τομές μήκους έως 12 χιλιοστών.
Λαπαροσκοπική / Ρομποτική αποκατάσταση μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης – ομφαλοκήλης και επιγαστρικής κήλης
Η μέθοδος εφαρμόζεται μόλις τις τελευταίες 3 δεκαετίες, αλλά είναι ιδιαίτερα δημοφιλής μεταξύ ασθενών και χειρουργών, ιδίως αυτών που εξασκούν την ελάχιστα επεμβατική χειρουργική. Βασικό της πλεονέκτημα είναι η αποφυγή της τεράστιας τομής στην περιοχή της κήλης και όλων των επιπλοκών που αυτή μπορεί να εμφανίσει (λοίμωξη τραύματος, διαπύηση, έως και απόστημα), ενώ παράλληλα το αισθητικό αποτέλεσμα είναι άριστο. Το σημαντικότερο μειονέκτημα της μεθόδου είναι το υψηλό της κόστος, το οποίο οφείλεται α) στο ότι το πλέγμα που χρησιμοποιείται στην λαπαροσκοπική / ρομποτική αποκατάσταση έχει περίπου τριπλάσια τιμή από αυτό που χρησιμοποιείται στην ανοικτή, και β) στο κόστος του λαπαροσκοπικού εξοπλισμού και ιδίως των ελικοειδών ήλων που χρησιμοποιούνται για την καθήλωση του πλέγματος. Ως εκ τούτου η μέθοδος προτιμάται όταν η χαμηλή πιθανότητα υποτροπής και το άριστο αισθητικό αποτέλεσμα είναι οι πρώτες προτεραιότηες, ενώ αποφεύγεται όταν το κόστος είναι περιοριστικός παράγοντας.
Σκοπός της επέμβασης: Η λαπαροσκοπική / ρομποτική αποκατάστασης της μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης (ή απλά μετεγχειρητικής κήλης), της επιγαστρικής κήλης, αλλά και της ομφαλοκήλης, αποσκοπεί στην υπερκάλυψη του ελλείμματος του τοιχώματος της κοιλιάς με ένα πλέγμα εκ των έσω, αφού προηγουμένως το περιεχόμενο της κήλης (επίπλουν, λεπτό έντερο ή οποιοδήποτε άλλο ενδοκοιλιακό σπλάγχνο) επανατοποθετηθεί εντός της κοιλιάς. Εφόσον τοποθετηθεί και καθηλωθεί σωστά το πλέγμα, δίνεται η ευκαιρία στον οργανισμό να δημιουργήσει ινώδη ιστό και να καλύψει οριστικά το χάσμα, θεραπεύοντας έτσι την κήλη.
Πώς γίνεται: Η επέμβαση γίνεται δια μέσου 3 έως 4 δερματικών τομών, η μεγαλύτερη των οποίων έχει μήκος 12 χιλιοστά και η μικρότερη μόλις 5 χιλιοστά. Αφού αναταχθεί η κήλη, τοποθετείται ειδικό πλέγμα, το οποίο και καθηλώνεται στερεά στο κοιλιακό τοίχωμα, με ελικοειδείς ήλους (καρφιά), έτσι ώστε στην τελική του θέση να είναι κάτω από το κοιλιακό τοίχωμα (εκ των έσω).
Συνήθης μετεγχειρητική πορεία: Στην πλειονότητά τους οι ασθενείς κινητοποιούνται και σιτίζονται την ημέρα της επέμβασης, ενώ λαμβάνουν εξιτήριο την επομένη. Στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών δεν τοποθετείται παροχέτευση. Το μετεγχειρητικό άλγος αντιμετωπίζεται με αναλγητικά και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις προ της επέμβασης δραστηριότητές του 1 εβδομάδα αργότερα. Επειδή στην περιοχή του σάκου της κήλης υπάρχει περίπτωση να συσσωρευθεί υγρό, οι ασθενείς ενημερώνονται για αυτό προεγχειρητικά, όπως επίσης και για το γεγονός πως το υγρό αυτό σχεδόν πάντοτε απορροφάται από τον οργανισμό εντός 3 μηνών. Όπως και με κάθε άλλη μέθοδο αποκατάστασης κοιλιοκήλης και εδώ υπάρχει πιθανότητα υποτροπής. Λόγω του τρόπου με τον οποίον γίνεται η λαπαροσκοπική / ρομποτική αποκατάσταση αυτό το ποσοστό είναι το χαμηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες ανοικτές τεχνικές.
Ανοικτή αποκατάσταση μετεγχειρητικής κοιλιοκήλης – ομφαλοκήλης και επιγαστρικής κήλης
Η ανοικτή αποκατάσταση των κηλών έχει μακρά ιστορία, ωστόσο, μόλις την τελευταία 30ετία καθιερώθηκαν και τελειοποιήθηκαν οι βασικές αρχές που διέπουν αυτές τις χειρουργικές επεμβάσεις, συγκεκριμένα, η χωρίς τάση αποκατάσταση και η χρήση πλέγματος. Το είδος του πλέγματος (πολυπροπυλένιο, τεφλόν, βιολογικό κ.α.) καθώς και η τελική του θέση σε σχέση με το κοιλιακό τοίχωμα (πάνω: onlay, ισοϋψώς: inlay, κάτω: underlay), συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να αποτελούν αντικείμενο έρευνας, με επικρατέστερη την τοποθέτηση συνθετικού πλέγματος πολυπροπυλενίου ή πολυεστέρα (λόγω χαμηλότερου κόστους), κάτω (underlay) από το κοιλιακό τοίχωμα και έξω από το περιτόναιο (λόγω χαμηλότερης πιθανότητας υποτροπής). Η μέθοδος πλεονεκτεί ως προς το κόστος, δεν προτιμάται όμως όταν το αισθητικό αποτέλεσμα και η ταχεία αποκατάσταση αποτελούν προτεραιότητα.
Σκοπός της επέμβασης: Η ανοικτή αποκατάσταση των κηλών του κοιλιακού τοιχώματος αποσκοπεί στις περισσότερες περιπτώσεις (πλην της τεχνικής inlay) στην υπερκάλυψη του ελλείμματος του τοιχώματος της κοιλιάς με ένα πλέγμα, αφού προηγουμένως το περιεχόμενο της κήλης (επίπλουν, λεπτό έντερο ή οποιοδήποτε άλλο ενδοκοιλιακό σπλάγχνο) επανατοποθετηθεί εντός της κοιλιάς. Εφόσον τοποθετηθεί και καθηλωθεί σωστά το πλέγμα, δίνεται η ευκαιρία στον οργανισμό να δημιουργήσει ινώδη ιστό και να καλύψει οριστικά το χάσμα, θεραπεύοντας έτσι την κήλη.
Πώς γίνεται: Η επέμβαση γίνεται δια μέσου μίας μεγάλης δερματικής τομής (μήκους περίπου όσο αυτό της κήλης). Αφού παρασκευασθεί ο σάκος της κήλης, αυτός ανατάσσεται μαζί με το περιεχόμενό του (δηλαδή επανατοποθετείται εντός της κοιλιάς) και αναλόγως της χρησιμοποιούμενης τεχνικής τοποθετείται το πλέγμα πάνω (onlay), ισοϋψώς (inlay), ή κάτω (underlay) από το κοιλιακό τοίχωμα. Λόγω της μικρότερης πιθανότητας υποτροπής προτιμάται η τοποθέτηση πλέγματος κάτω από το κοιλιακό τοίχωμα (εκ των έσω), όπως ακριβώς και στην λαπαροσκοπική / ρομποτική αποκατάσταση, αν και είναι τεχνική περισσότερο χρονοβόρα και τραυματική. Στο τέλος της επέμβασης τοποθετούνται μία ή δύο παροχετεύσεις (σωλήνες), που παραμένουν για περίπου μία εβδομάδα και βοηθούν στην απομάκρυνση του αντιδραστικού υγρού που παράγεται στο χειρουργικό πεδίο λόγω της μεγάλης τραυματικής επιφάνειας.
Συνήθης μετεγχειρητική πορεία: Στην πλειονότητά τους οι ασθενείς κινητοποιούνται και σιτίζονται την ημέρα της επέμβασης, ενώ λαμβάνουν εξιτήριο την επομένη. Το μετεγχειρητικό άλγος αντιμετωπίζεται με αναλγητικά, η παροχέτευση (ή οι παροχετεύσεις) αφαιρούνται περίπου την 7η μετεγχειρητική ημέρα και ο ασθενής μπορεί να επιστρέψει στις προ της επέμβασης δραστηριότητές του περίπου 2 εβδομάδες αργότερα. Όπως και με τις ελάχιστα επεμβατικές μεθόδους, υπάρχει πιθανότητα υποτροπής της κήλης, ιδίως όταν δεν χρησιμοποιείται η τεχνική underlay.